- Καλύδναι
- Καλύδναι νῆσοι: the Calydnian islands, near Cos, Il. 2.677†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Καλύδναι — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλυδνῶν — Καλύδναι fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάλυμνος — I Νησί (111,14 τ. χλμ., 16.441 κάτ.) του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, Β της Κω και Ν της Λέρου, της οποίας αποτελεί συνέχεια· τα νησάκια που βρίσκονται μεταξύ τους (Βελόνα, Γλαρονήσι, Διαπόρι) είναι τα υπολείμματα της ξηράς που καταβυθίστηκε. Το… … Dictionary of Greek
Οφιδούσα — Όνομα διαφόρων μικρών νησιών. 1. Νησί στα δυτικά της Αστυπάλαιας, όπου σώζονται ερείπια αρχαίου οικισμού. 2. Νησί στη συστάδα των Κουφονησιών της Παροναξίας. Ονομάζεται και Φιδγιούσα. 3. Άλλη ονομασία του νησιού Φήμαινα των Φούρνων. 4. Νησί στη… … Dictionary of Greek
Καλύδνας — Καλύδνᾱς , Καλύδναι fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)